- ἀμέτρητα
- ἀμέτρητοςneut nom/voc/acc plἀμέτρητοςneut nom/voc/acc plἀμετρητοςimmeasurableneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμέτρητ' — ἀμέτρητα , ἀμέτρητος neut nom/voc/acc pl ἀμέτρητα , ἀμέτρητος neut nom/voc/acc pl ἀμέτρητε , ἀμέτρητος masc voc sg ἀμέτρητε , ἀμέτρητος masc/fem voc sg ἀμέτρηται , ἀμέτρητος fem nom/voc pl ἀμέτρητα , ἀμετρητος immeasurable neut nom/voc/acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετρήτας — ἀμετρήτᾱς , ἀμέτρητος fem acc pl ἀμετρήτᾱς , ἀμέτρητος fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неизмѣримыи — (2*) пр. Неизмеримый, безмерный: по ψаломнику. судбы б҃ь˫а бездна многа ˫ако и мл(с)ть б҃ь˫а. ˫ако вѣща исаи˫а неизмѣрима. (ἀκρίτως) ГБ XIV, 109г; неизмѣримоѥ средн. в роли. с.: и рещи... со iсаие(м) кто свѣсть разу(м) г(с)нь... iоси˫а кт(о)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Воскопулос, Толис — Толис Воскопулос Имя при рождении греч. Τόλης Βοσκόπουλος Дата рождения 26 июня 1940(1940 06 26) … Википедия
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
απειρόπλεθρος — ἀπειρόπλεθρος, ον (Μ) αυτός που εκτείνεται σε πολυάριθμα αμέτρητα πλέθρα, που έχει αμέτρητη έκταση … Dictionary of Greek
αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… … Dictionary of Greek
λίμα — (Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα… … Dictionary of Greek
μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek